Η Γνωσιακή Παρέμβαση δίνει μεγάλη έμφαση στα γνωστικά σχήματα και τις πεποιθήσες του ατόμου, στα οποία βασίζεται ο τρόπος σκέψης των ανθρώπων, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο ερμηνεύουν, κωδικοποιούν, δομούν και κατανοούν τις εμπειρίες τους. Οι σκέψεις των ατόμων βασίζονται στα συμπεράσματα που έχουν δημιουργηθεί από προηγούμενες εμπειρίες καθώς και από γονεϊκές και κοινωνικές επιδράσεις. Αυτές οι γνωσιακές πεποιθήσεις συντελούν και στη διαμόρφωση της μη λειτουργικής του συμπεριφοράς, αφού με βάση αυτές το κάθε άτομο ερμηνεύει τις εμπειρίες του και σχετίζεται με τον εαυτό του και με τους άλλους. Για παράδειγμα, αν κάποιος σε κάθε επερίσταση σκέφτεται το αν γίνετια αποδεκτός ή όχι από τους άλλους, η σκέψη που πιθανόν καθορίζει τη συμπεριφορά του μπορεί να είναι ότι αν διαφωνήσει με κάποιον δεν θα γίνει αποδεκτός από αυτόν. Ως μορφή ψυχοθεραπείας επικεντρώνεται στο παρόν, και έχει στόχο τη βοήθεια του ανθρώπου να αποκτήσει επίγνωση των γνωσιακών του διαστρεβλώσεων αλλά και των πυρηνικών του πεποιθήσεων και σχημάτων, τα οποία καθοδηγούν τον βασικό του τρόπο σκέψης, αλλά και να τα αντικαταστήσει με άλλα πιο λειτουργικά σχήματα που θα είναι αποτελεσματικά για εκείνον. Η βασική υπόθεση αυτής της μορφής παρέμβασης έγκειται στο ότι τα γεγονότα δεν ευθύνονται αυτά καθαυτά για τα αρνητικά συναισθήματα και τα ψυχολογικά προβλήματα του ατόμου (για παράδειγμα άγχος, φόβος, ...), αλλά η αιτία βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο αυτά ερμηνεύονται από το άτομο.
Η Θεραπεία Συμπεριφοράς βασίζεται στην υπόθεση ότι όλες οι συμπεριφορές είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας μάθησης η οποία καθορίζεται από εξωτερικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες, και όχι από εσωτερικά ατομικά κίνητρα. Σύμφωνα με αυτή την παρέμβαση όλοι οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να μαθαίνουν και να τροποποιούν τις συμπεριφορές τους. Η θεωρία της εξαρτημένης μάθησης διέπει το συμπεριφορισμό και αναφέρει ότι όταν ένα ουδέτερο ερέθισμα συνδεθεί με ένα άλλο ερέθισμα το οποίο προκαλεί μια συγκεκριμένη συναισθηματική αντίδραση, τότε το αρχικά ουδέτερο ερέθισμα – δηλαδή το πρώτο – καταλήγει να προκαλεί παρόμοια συναισθηματική αντίδραση. Για παράδειγμα αν ο εγκλεισμός σε έναν ανελκυστήρα προκαλεί το αίσθημα του άγχους στο άτομο, και όταν βρεθεί σε κάποιον μη οικείο χώρο όπου αναγκαστεί να τον χρησιμοποιήσει παραμείνει κλεισμένος σε αυτό έστω και για λίγο, τότε ο ανελκυστήρας του συγκεκριμένου χώρου θα αρχίσει να του προκαλεί το αίσθημα του άγχους. Μια άλλη βασική αρχή της θεραπείας συμπεριφοράς έγκειται στη θετική και την αρνητική ενίσχυση της συμπεριφοράς του ανθρώπου, οι οποίες μπορούν να αυξήσουν τη συχνότητα εμφάνισης μιας συμπεριφοράς, αλλά και στην τιμωρία, η οποία μειώνει τη συχνότητα εμφάνισης μιας συμπεριφοράς. Ως μορφή ψυχοθεραπείας επικεντρώνεται και συτή στο παρόν, και βασίζεται στην αρχή ότι οι συμπεριφορές που χρήζουν ψυχοθεραπευτικής αντιμετώπισης είναι οι μη λειτουργικές μαθημένες αντιδράσεις του ατόμου σε διάφορες καταστάσεις (όπως αυτές έχουν προκύψει από τη μη λειτουργική σύνδεση ερεθισμάτων και αντιδράσεων). Η θεραπεία, λοιπόν, επιτυγχάνεται μέσω της αναθεώρησης της συμπεριφοράς, της απαλοιφής των συμπτωμάτων, και της μάθησης μιας νέας πιο λειτουγικής για το άτομο συμπεριφοράς μέσω της ενίσχυσής της και της παράλληλης απόσβεσης της προηγούμενης.
Ο συνδυασμός γνωσιακής – συμπεριφορικής θεραπείας έχει αποδειχθεί αρκετά αποτελεσματικός στην αλλαγή της συμπεριφοράς. Και οι δύο μορφές ψυχοθεραπείας συνιστούν άμεσες, κατευθυντικές και βραχύχρονες θεραπευτικές προσεγγίσεις που εφαρμόζονται για την αντιμετώπιση και θεραπεία προβλημάτων άγχους, κατάθλιψης, παχυσαρκίας, φοβιών, σεξουαλικών δυσλειτουργιών, αλλά και άλλων ψυχιατρικών διαταραχών.
Λιακοπούλου 'Εφη
Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια, MSc