Διαταραχές Διατροφής και Κατάθλιψη
Η Κατάθλιψη είναι μία από τις διαταραχές που κατά το ταξινομικό σύστημα DSM-V (APA, 2014) ανήκουν στην κατηγορία «Διαταραχές της διάθεσης». Με τον όρο «διαταραχές της διάθεσης» ή συναισθηματικές διαταραχές προσδιορίζεται μια ομάδα διαταραχών που έχουν ως κυρίαρχο σύμπτωμα την έντονη απόκλιση της συναισθηματικής διάθεσης από αυτό που το άτομο βιώνει ως φυσιολογικό. Στην κατάθλιψη το καταθλιπτικό συναίσθημα έχει μεγάλη ένταση, διαρκεί περισσότερο και οδηγεί σε έκπτωση της λειτουργικότητας του ατόμου σε πολλούς τομείς της ζωής του. Παρουσιάζεται σε ένα μεγάλο φάσμα κλινικών τύπων και υποκατηγοριών , αλλά η διερεύνηση και η μελέτη της κατάθλιψης είναι ιδιαίτερα δύσκολη λόγω της φύσης της διαταραχής. Πολλοί καταθλιπτικοί δεν διαγνώσκονται εξαιτίας της μη επαρκούς πληροφόρησης ιατρών άλλων ειδικοτήτων σχετικά με την ασθένεια.
Πολλοί καταθλιπτικοί ασθενείς αναφέρουν μεγάλο αριθμό από αυτοϋποτιμητικές και απαισιόδοξες γνωσίες, όταν είναι αδρανείς. Κατηγορούν τον εαυτό τους επειδή έχουν γίνει «φυτά» και επειδή έχουν αποσυρθεί από τους άλλους ανθρώπους. Με παράδοξο τρόπο κρίνουν την αποφυγή και την απόσυρσή τους, στη βάση ότι οι κοινωνικές σχέσεις και οι δραστηριότητες είναι ανούσιες και οι ίδιοι γίνονται βάρος στους άλλους. Έτσι βυθίζονται στην παθητικότητα και στην κοινωνική απομόνωση. Επιπρόσθετα, οι ίδιοι καταθλιπτικοί ασθενείς θεωρούν την αδράνειά τους και την απόσυρση, απόδειξη προσωπικής ανεπάρκειας και αβοηθητότητας. Με αυτόν τον τρόπο ολοκληρώνεται ένας φαύλος κύκλος.
Άτομα που πάσχουν από διαταραχές πρόσληψης τροφής και κυρίως από ψυχογενή ανορεξία αρκετά συχνά εμφανίζουν και καταθλιπτική συμπτωματολογία σε ποσοστά μάλιστα που πλησιάζουν ή και ξεπερνούν, ανάλογα με τη μελέτη, το 50% , ενώ σε μια παλαιότερη ανασκόπηση 11 μελετών διαφορικής ανάγνωσης της ψυχογενούς ανορεξίας η καταθλιπτική συμπτωματολογία ήταν η πιο συχνή εκδήλωση σε 5 από αυτές, ενώ σε άλλες 5 ήταν δεύτερη σε συχνότητα. Σε αρκετές μελέτες ανορεκτικών ασθενών έχουν παρατηρηθεί υψηλά ποσοστά κακοκεφιάς, απαισιοδοξίας, συναισθημάτων αναξιότητας και ενοχής, διαταραχές της υπνικής λειτουργίας, ευερεθιστότητα κ.ά. Σκέψεις αυτοκαταστροφής, επίσης, παρουσιάζονται αρκετά συχνά, ενώ η αυτοκτονία συγκαταλέγεται μεταξύ των συχνότερων αιτιών θανάτου των πασχόντων από ψυχογενή ανορεξία.
Πάντως η κατάθλιψη και η ψυχογενής ανορεξία εκτός από ομοιότητες έχουν και σημαντικές διαφορές. Ο καταθλιπτικός άρρωστος κατά κανόνα δεν έχει όρεξη για φαγητό ενώ ο ανορεκτικός υποστηρίζει ότι έχει κανονική όρεξη και ότι πεινάει. Η αυξημένη δραστηριότητα που παρατηρείται στην ψυχογενή ανορεξία διαφέρει σημαντικά από την ανησυχία ή την αγχώδη διέγερση του καταθλιπτικού, ενώ η χαρακτηριστική και συχνά τελετουργική ενασχόληση των ανορεκτικών με τη διατροφή δεν φαίνεται να έχει το ανάλογό της στην καταθλιπτική διαταραχή. Τέλος ο έντονος φόβος για ενδεχόμενη αύξηση του σωματικού βάρους σε συνδυασμό με τη διαταραγμένη εικόνα του σωματικού εγώ που χαρακτηρίζουν την ψυχογενή ανορεξία δεν παρατηρούνται στους καταθλιπτικούς ασθενείς, οι οποίοι παρουσιάζουν μια σημαντικά μειωμένη αυτοεκτίμηση. Παρατηρείται βέβαια και στους ανορεκτικούς πτώση της αυτοεκτίμησής τους, αλλά αυτή συνδέεται άμεσα με την εικόνα του σωματικού εγώ, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στους καθρέπτες και εκφράζεται στις ζυγαριές.
Λιακοπούλου Έφη,
Ψυχολόγος, Θεραπεύτρια