
Αθλητισμός και Αυτοεκτίμηση
Η αυτοεκτίμηση ορίζεται βιβλιογραφικά ως το ποσοστό της αξίας που οι άνθρωποι αποδίδουν στον εαυτό τους. Έτσι, λοιπόν, η υψηλή αυτοεκτίμηση αναφέρεται σε μια γενικότερη υψηλή εκτίμηση του εαυτού, ενώ η χαμηλή αυτοεκτίμηση σε έναν μη αγαπητό ορισμό του εαυτού (Baumeister et al., 2003). Συχνά η αυτοεκτίμηση έχει συσχετισθεί σε μελέτες με τον αθλητισμό βασισμένη στην υπόθεση ότι όταν είναι υψηλή μπορεί να επιφέρει πολλά θετικά αποτελέσματα και ωφέλειες. Από την άλλη πλευρά, αυτή η υπόθεση έχει αξιολογηθεί και κριτικά γιατί μερικές φορές οι κοινωνικοπολιτισμικές πιέσεις που επιβάλουν το αδύνατο σώμα ως το ιδανικό της φυσικής ομορφιάς μπορεί να οδηγήσουν και σε πολύ χαμηλά επίπεδα αυτοεκτίμησης. Στην ανασκόπησή τους οι Baumeister και συνεργάτες (2003) αναφέρουν ότι η αυτοεκτίμηση δεν έχει βρεθεί να έχει αιτιώδη σχέση με την απόδοση σε διάφορα καθήκοντα, αλλά ακόμα και σε λίγες έρευνες που εντόπισαν θετικό αιτιώδες αντίκτυπο της αυτοεκτίμησης, οι επιρροές ήταν ελάχιστες. Παρόλα αυτά, σημειώνουν ότι έχει βρεθεί ότι η υψηλή αυτοεκτίμηση μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στη συνέχιση της προσπάθειας έπειτα από αποτυχία.
Σύμφωνα με τα ευρήματα των Hall και συνεργατών (1986), οι οποίοι μελέτησαν την αυτοεκτίμηση γυναικών αθλητριών και μη αθλητριών σε σχέση με το είδος του φυλετικού τους ρόλου αλλά και το είδος της άθλησης, οι μη αθλήτριες με θηλυπρεπές φυλετικό ρόλο είχαν χαμηλότερη αυτοεκτίμηση από τις άλλες ομάδες δείγματος, και δεν υπήρχαν διαφορές ως προς την αυτοεκτίμηση ανάμεσα στις αθλήτριες που συμμετείχαν σε σπορ που προβάλουν τη θηλυκότητα και σε αυτές που συμμετείχαν σε αθλήματα που δεν προβάλουν τόσο τη θηλυκότητα. Παρόλο που οι αθλήτριες δεν είχαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές από τις μη αθλήτριες ως προς την αυτοεκτίμηση, ωστόσο, σίγουρα είχαν υψηλότερα επίπεδα.
Σε πρόσφατη έρευνά τους οι Bowker και συνεργάτες (2003) μελέτησαν τη συμμετοχή σε αθλήματα σε σχέση με την αυτοεκτίμηση καθώς και τις διαφορές ανάλογα με το φύλο των αθλητών και τον φυλετικό τους προσανατολισμό. Σύμφωνα με τα αποτελέσματά τους, οι περισσότερες γυναίκες που συμμετείχαν σε ανταγωνιστικά αθλήματα σημείωσαν χαμηλότερα ποσοστά αντιληπτικής αθλητικής ανταγωνιστικότητας και γενικότερης αυτό-αξίας, αλλά υψηλότερη αυτοεκτίμηση όταν συμμετείχαν σε περισσότερο μη ανταγωνιστικά αθλήματα. Οι συγγραφείς κατέληξαν ότι η αθλητική συμμετοχή μπορεί να προβλέψει την αυτοεκτίμηση, αλλά το είδος της άθλησης μπορεί να αποτελέσει περιοριστικό παράγοντα. Τέλος, οι Bissell και Birchall (2008) έχοντας ως δείγμα 80 γυναίκες αθλήτριες από 8 έως 18 ετών, βρήκαν τη συνολική αυτοεκτίμηση να είναι γενικά υψηλή, αλλά οι αθλήτριες κάποιων συγκεκριμένων αθλημάτων (γκολφ, βόλεϊ, ποδόσφαιρο) είχαν πολύ περισσότερες πιθανότητες να έχουν μια θετικότερη εικόνα για το σώμα τους σε σύγκριση με τις αθλήτριες άλλων σπορ όπως η γυμναστική.