Category: <span>ΑΓΧΩΔΕΙΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ – ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ</span>

Υποχονδριαση – Άγχος Σωματικής Ασθένειας – Φαύλος Κύκλος

Η υποχονδρίαση ανήκει στις σωματόμορφες διαταραχές και χαρακτηρίζεται από την μεγιστοποίηση συνηθισμένων σωματικών ενοχλημάτων και την δημιουργία φόβου ότι το άτομο πάσχει από κάποια ασθένεια. Ουσιαστικά το άτομο με υποχονδρίαση πιστεύει ότι είναι πολύ πιθανό να πάσχει ή να εμφανίσει σοβαρή νόσο και σταδιακά πείθεται ότι είναι άρρωστος, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Με το παραμικρό σύμπτωμα ο υποχόνδριος έχει επιβεβαιωθεί ότι είναι άρρωστος. Παράλληλα, συνήθως αντιστέκεται σθεναρά στον καθησυχασμό, όπως για παράδειγμα τις ιατρικές εξετάσεις και νομίζει ότι τα αποτελέσματα είναι λανθασμένα ή καθησυχάζεται για ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα και στην συνέχεια πιστεύει ότι είναι άρρωστος. Το άτομο αποκτά εμμονή με την υγεία του, αναπτύσσει μη ρεαλιστικούς φόβους μόλυνσης και έντονο ενδιαφέρον για τις ιατρικές πληροφορίες, ενώ συχνά αποκτά έντονο φόβο για τα φάρμακα και τις αντιβιώσεις. (https://el.wikipedia.org/wiki/Υποχονδρίαση).

Παρακάτω γίνεται μια προσπάθεια περιγραφής της Διαταραχής Άγχους Σωματικής Ασθένειας (DSM-5, 2015) με σχεδιάγραμμα:

Εκλυτικό Γεγονός:

  • Ψυχοπιεστικά Γεγονότα Ζωής
  • Μακρά περίοδος συναισθηματικής πίεσης ή
  •  Αιφνίδιος θάνατος οικείου προσώπου ή
  • Ξαφνική περιπέτεια υγείας κοντινού προσώπου ή
  • Καθοριστική αλλαγή της ζωής ενός ατόμου με ανάληψη νέων ευθυνών

Σωματικές Ενοχλήσεις:

  • Πονοκέφαλος,
  • Ζάλη
  • Ναυτία
  • Γαστρεντερικά πρβλ, κ.ά.

Σκέψεις:

  • Κάτι έχω
  • Κάτι θα πάθω
  • Θα πεθάνω

Συναίσθημα:

  • Άγχος
  • Ανησυχία
  • Έντονος Φόβος για την Υγεία

Συμπεριφορά:

Ιατρικές Εξετάσεις

Αποτέλεσμα:

  • Υγιής
  • Σωματικές ενοχλήσεις ίδιες

Σκέψεις:

  • Αποκλείεται να μην έχω κάτι, αφού πονάω
  • Θα πάω σε καλύτερους γιατρούς να το βρουν

Συναίθημα:

  • Ανησυχία
  • Υψηλό άγχος
  • Έντονος Φόβος Νόσησης

Συμπεριφορά:

  • Επανάληψη Ιατρικών Εξετάσεων
  • Διαβεβαιώσεις Γιατρών
  • Καλή Διάγνωση

Συναίσθημα:

Θυμός ή Απογοήτευση

Αποτέλεσμα:

  • Συνέχιση Αγχωδών Σκέψεων για την Υγεία
  • Διατάραξη Διαπροσωπικών Σχέσεων
  • Διαρκής Αναζήτηση Διαβεβαιώσεων
  • Μόνιμη Απασχόληση με τη Σωματική κατάσταση
  • Συνέχιση Φαύλου Κύκλου Διαταραχής

 

Πηγή Εικόνας: thecord.ca

Ο Φαύλος Κύκλος της Διαταραχής Πανικού

Η Διαταραχή Πανικού φαίνεται να συντηρείται ως προς τη συμπτωματολογία της στο άτομο, όταν ο πάσχων “μπλέκεται” μέσα σε ένα φαύλο κύκλο που συνδέει τα ακόλουθα: έντονα και ξαφνικά σωματικά συμπτώματα που οδηγούν το άτομο να νιώθει έντονο άγχος και φόβο, να σκέφτεται ότι τρελαίνεται, ότι θα πάθει κάτι κακό ή ότι θα πεθάνει, και σαν αποτέλεσμα να προβαίνει σε συμπεριφορές αποφυγής καταστάσεων στις οποίες φοβάται μην ξαναβιώσει τα συμπτώματα ή να χρησιμοποιεί “ασφάλειες” όταν αναγκάζεται να τις αντιμετωπίσει.

Ο φαύλος κύκλος της Διαταραχής Πανικού, λοιπόν, φαίνεται να διατηρείται για όσο καιρό ο θεραπευόμενος συνεχίζει να εμπιστεύεται τη σκέψη του και όχι αυτά που μπορεί να του μάθει η εμπειρία του. Για το λόγο αυτό, κρίνεται απαραίτητο ο θεραπευτής να βρίσκεται σε συνεργατική συμμαχία με το θεραπευόμενό του βοηθώντας τον να αποκτήσει σταδιακά “ψυχολογική σκέψη” ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης της διαταραχής. Οι θεραπευτικοί στόχοι για τη διακοπή αυτού του φαύλου κύκλου, οφείλουν να είναι πάντα πολύ συγκεκριμένοι, να μπορούν να επιτευχθούν, να μπορούν να επαναληφθούν σε καθημερινή βάση ώστε ο θεραπευόμενος να μπορεί να εξοικειωθεί με τα φοβικά ερεθίσματα, αλλά και να μην είναι υπό τον έλεγχο αλλων ανθρώπων.

Πηγή Εικόνας: www.medicaldaily.com

Προγνωστικοί Παράγοντες για Μετατραυματική Διαταραχή Στρες

Η Μετατραυματική Διαταραχή Άγχους μπορεί να εμφανιστεί είτε σχεδόν άμεσα μετά τη βίωση του τραυματικού γεγονότος, είτε με καθυστερημένη έναρξη λίγους μήνες αργότερα.

Ανάμεσα στους προγνωστικούς παράγοντες για την εμφάνισή της περιλαμβάνονται:

  • Η σοβαρότητα έκθεσης στο τραύμα, ειδικά αν α) συνοδεύτηκε από αντίδραση φόβου / δυσφορίας στο τραύμα, β) αν υπήρξε αίσθηση απώλειας ελέγχου, και γ) αν υπήρξε έλλιψη ψυχολογικής προετοιμασίας του ατόμου.
  • Γυναικείο Φύλο
  • Ιστορικό ψυχικής ασθένειας
  • Ύπαρξη ψυχικής ασθένειας στην οικογένεια
  • Ιστορικό έκθεσης σε τραύμα που οδήγησε σε Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες
  • Προτραυματικές γνωσίες: α) Ψευδαίσθηση ασφάλειας, β) Ψευδαίσθηση τάξης ή δικαιοσύνης
  • Μετατραυματικές γνωσίες (το νόημα που αποδώθηκε στην εμπειρία αυτή)

Παράγοντες Επικινδυνότητας για Εμφάνιση Μετατραυματικής Διαταραχής Άγχους

Οι παράγοντες επικινδυνότητας για την  εμφάνιση της μετατραυματικής διαταραχής άγχους συγκαταλέγονται στους ακόλουθους:

  • Όσο πιο σοβαρό είναι το τραύμα τόσο πιο μεγάλη είναι η πιθανότητα ανάπτυξης μετατραυματικής διαταραχής άγχους. (Ωστόσο η φύση κάθε τραύματος παραμένει υποκειμενική ώστε να μη μπορεί να οριστεί επακριβώς).
  • Όσο πιο παρατεταμένη είναι η έκθεση στο τραυματικό γεγονός τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες εμφάνισης της διαταραχής.
  • Το είδος του τραύματος παίζει σημαντικό ρόλο, καθώς και η σημασία που αποδίδεται από το κάθε άτομο ξεχωριστά σε αυτό.

Επιπλέον σημαντικοί παράγοντες αύξησης της επικινδυνότητας που πρέπει να ληφθούν υπόψιν είναι:

  • Τα τραύματα σε επιζώντες πολέμου
  • Τα τραύματα σεξουαλικής και σωματικής παρενόχλησης
  • Τα τραύματα σε παιδική ηλικία
  • Το χαμηλό κοινωνικό υποστηρικτικό δίκτυο
  • Η ασταθής οικογενειακή κατάσταση και το μη σταθερό σπίτι
  • Οι συγκρούσεις σε οικογενειακό ή επαγγελματικό πλαίσιο
  • Ιστορικό αγχώδους διαταραχής ή διαταραχής συναισθήματος

Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή Άγχους: Αποτελεσματικότητα Συμπεριφορικής Παρέμβασης – Θετικοί Παράγοντες

Η αποτελεσματικότητα της Θεραπείας Συμπεριφοράς για την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή έχει εξεταστεί σε πληθώρα ερευνών. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι σε μετα-ανάλυση οκτώ τυχαιοποιημένα ελεγχόμενων μελετών (Fisher &Wells, 2005), βρέθηκε ότι το 75% των ασθενών που έλαβαν θεραπεία έκθεσης με εμποδισμό της απάντησης παρουσίασαν στατιστικά σημαντική βελτίωση, με ποσοστό πλήρους ανάκαμψης άνω του 60%. Παρόμοια ήταν τα αποτελέσματα και σε νεότερη μετα-ανάλυση 27 τυχαιοποιημένα ελεγχόμενων μελετών για την αποτελεσματικότητα της γνωσιακής – συμπεριφορικής θεραπείας σε όλες τις αγχώδεςι διαταραχές στους ενήλικες, και ιδιαίτερα στην ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή και την οξεία διαταραχή στρες (Hofmann & Smits, 2008).

Ανάμεσα στους παράγοντες που φαίνεται να επηρεάζουν θετικά και να μεγιστοποιούν την αποτελεσματικότητα της Θεραπείας Συμπεριφοράς συγκαταλέγονται τα φαινομενολογικά χαρακτηριστικά των πασχόντων (Cougle at al., 2007), το είδος των τεχνικών και κυρίως η κατακλυσμιαία έκθεση στην πραγματικότητα καθοδηγούμενη από το θεραπευτή (Abramowitz, 1996), και η ατομική θεραπεία συγκρινόμενη με την ομαδική (Jaurrieta et al., 2008). ακόμη, φαίνεται ότι οι ώρες της θεραπείας σχετίζονται με την πλήρη θεραπεία, ενώ η βαρύτητα της διαταραχής και η συνοσυρότητα με άλλες φαίνεται να επηρεάζουν αρνητικά το αποτέλεσμα της θεραπείας (Maher et al., 2010). Από την άλλη μεριά, η εμπειρία του θεραπευτή και η έναρξη της νόσου δεν φάνηκαν να επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα της συμπεριφορικής θεραπείας στην ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (Lomax et al., 2009).

Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή Άγχους: Αποτελεσματικότητα Θεραπείας Συμπεριφοράς – Αρνητικοί Παράγοντες

Σε κάποιες περιπτώσεις έχει φανεί ότι η θεραπεία συμπεριφοράς συναντά κάποιες δυσκολίες και για το λόγο αυτό δεν καθίσταται πάντα πλήρως αποτελεσματική. Συγκεκριμένα, οι περιπτώσεις αυτές αφορούν κυρίως την εφαρμογή μη αποτελεσματικών τεχνικών ή τη μη ορθή εφαρμογή της έκθεσης και του εμποδισμού της απάντησης, την άρνηση του θεραπευόμενου να δεχθεί τις προτάσεις του θεραπευτή, την απροθυμία ή την ανικανότητά του να εφαρμόσει τα συμφωνηθέντα σχετικά με το θεραπευτικό του πρόγραμμα, την περίπτωση υποτροπών, την συγκάλυψη των συμπτωμάτων των τελετουργιών, και τη σοβαρή κοινωνική ανεπάρκεια (Foa et al., 1983; Pallanti et al., 2002).

Αναφορικά με την περίπτωση της μη απάντησης στη θεραπεία, οι Pallanti με συνεργάτες (2002) ανέφεραν την αναγκαιότητα χρήσης κοινής γλώσσας και επικοινωνίας ανάμεσα στους ακαδημαϊκούς ερευνητές και τη γενική ψυχιατρική κλινική πρακτική, ώστε να προαχθεί η καλύτερη επικοινωνία μεταξύ αυτών και η κατεύθυνση των ερευνών. Σημαντική επίσης, είναι η χρήση ψυχομετρικών εργαλείων για τον πιο σωστό χαρακτηρισμό απάντησης ή μη απάντησης στη θεραπεία, καθώς και η χρήση της μέτρησης της ποιότητας ζωής αλλά και της υποκειμενικής αντίληψης της βαρύτητας και της αλλαγής από τον ίδιο το θεραπευόμενο προκειμένου να παρέχεται πλήρης κλινική εικόνα.

Θεραπευτική Σχέση – Μετατραυματική Διαταραχή Στρες

 

Το είδος της θεραπευτικής σχέσης παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στο αποτέλεσμα της θεραπείας για τη Μετατραυματική Διαταραχή Άγχους. Οι πάσχοντες από αυτή τη διαταραχή θέλουν και πρέπει να νιώθουν ασφαλείς στο θεραπευτικό πλαίσιο, επειδή οι περισσότεροι από αυτούς έχουν χάσει τη διαπροσωπική τους εμπιστοσύνη.

Κατά συνέπεια ο θεραπευτής οφείλει:

  • Να επικοινωνεί με μια πλήρη αποδοχή των ασθενών και κατανόηση της τραυματικής τους εμπειρίας αι των συνεπειών της.
  • Να είναι ευαίσθητος σχετικά με τα θέματά τους και ικανός για εναισθησία (empathy).
  • Οφείλει να μην έχει κριτική στάση, έτσι ώστε οι ασθενείς να μπορούν να νιώσουν ελεύθεροι να εκφράσουν τα συναισθήματά τους και τις συμπεριφορές τους.
  • Να δίνει ιδιαίτερη σημασία σε σημεία της τραυματικής εμπειρίας για τα οποία οι ασθενείς νιώθουν ενοχή, βτροπή, θυμό ή απόγνωση.
  • Να προωθεί θετική στάση σχετικά με το μέλλον, αναφέροντας παράλληλα ότι κατανοεί τις συνέπειες των παλαιών τραυμάτων.

Επίσης, είναι χρήσιμο να χρησιμοποιούνται ψυχολογικές παρεμβάσεις στην περίοδο λίγο μετά την εμφάνιση του τραύματος, ώστε να προληφθεί η ανάπτυξη της μετατραυματικής διαταραχής άγχους, ή ακόμα και για να μετριασθούν τα συμπτώματά της αν η διαταραχή αναπτυχθεί λίγο μετά το τραύμα.

Η Πρόγνωση της Ιδεοψυχαναγκαστικής Διαταραχής

Η πρόγνωση της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής δεν είναι εύκολα προβλέψιμη, καθώς λόγω της συγκεκαλυμμένης φύσης της συχνά υπάρχει καθυστέρηση πάνω από δέκα χρόνια ως προς την αναζήτηση θεραπευτικής βοήθειας από τους πάσχοντες (Hollander et al., 1996).

Ανάμεσα στους καλούς προβλεπτικούς παράγοντες συγκαταλέγονται η μεγαλύτερη ηλικία έναρξης της νόσου, η μέτρια βαρύτητα των συμπτωμάτων, η απουσία συνοσηρότητας με διαταραχές προσωπικότητας, η απουσία οικογενειακού ιστορικού, η μη ύπαρξη νοσηλείας, η απουσία παράδοξων ιδεών, η καλή προσαρμογή του ατόμου σε επαγγελματικό και κοινωνικό επίπεδο, η επεισοδιακή φύση των συμπτωμάτων, και η παρουσία εκλυτικού γεγονότος κατά την έναρξη (Starcevic, 2005).

Από την άλλη μεριά, παράγοντες που συνδέονται γενικότερα με κακή πρόγνωση της διαταραχής φαίνεται να είναι η υπαναχώρηση του ασθενούς σε τελετουργικές πράξεις – σε αντίθεση με την αντίσταση σε αυτές, η έναρξη της νόσου σε παιδική ηλικία, η ανάγκη νοσηλείας, η ύπαρξη παράλογων καταναγκασμών, οι παραληρητικές ιδέες, και η συννοσηρότητα με διαταραχές της προσωπικότητας (Nutt & Ballenger, 2003).

Η Επίπτωση της Ιδεοψυχαναγκαστικής Διαταραχής στην Ποιότητα Ζωής

Η καταναγκαστική διαταραχή είναι μια συχνή, χρόνια διαταραχή η οποία προκαλεί έκπτωση της λειτουργικότητας του πάσχοντα σε διάφορα επίπεδα της ζωής του, αλλά και σημαντική ψυχική επιβάρυνση τόσο στον ίδιο όσο και στην οικογένειά του. Η περίπτωση της μη απάντησης της νόσου στη θεραπεία, επιτείνει την επίπτωση στον πάσχοντα και την οικογένειά του, και αυξάνει τη ροπή προς την αυτοκτονία (Pallanti et al., 2002). Κατά συνέπεια, η επίπτωση της νόσου στην ποιότητα ζωής των πασχόντων αποτελεί την κύρια αιτία αναζήτησης βοήθειας.

Η καθημερινή ζωή των πασχόντων θα μπορούσε να περιγραφεί ως μια σύγκρουση ανάμεσα στις επιταγές της διαταραχής και σε εκείνες της φυφιολογικής ζωής των υγιών ανθρώπων. Η αντίσταση που υιοθετεί ως άμυνα ο ψυχαναγκαστικός ασθενής ενάντια στις ιδεοληψίες του, τον ωθεί να προσπαθεί με κάθε τρόπο να κρύψει τους καταναγκασμούς στους οποίους προβαίνει ώστε να μην έλκει την προσοχή των άλλων. Υιοθετώντας αποφυγές και στρατηγικές αντιμετώπισης και προφασιζόμενος δικαιολογίες, προσπαθεί να δείχνει ή να πείσει τους άλλους ότι φέρεται φυσιολογικά και να κρύβει τις ιδιαιτερότητές του. Όλη αυτή η διαδικασία, έχει σημαντική επίπτωση στην καθημερινή ποιότητα της ζωής του, καθώς αναγκάζεται να στερείται καταστάσεις και να περιορίζεται προκειμένου να κρύβει όσο καλύτερα γίνεται τις λεπτομέρειες της ψυχαναγκαστικής του συμπεριφοράς. Εκτός αυτών, συνέπεια στην ποιότητα ζωής του είναι και η καταθλιπτική διάθεση, η οποία είναι δυνατό να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά με ψυχοθεραπεία σε συνδυασμό με φαρμακοθεραπεία. Τέλος, η υψηλή συνοσηρότητα της νόσου και με άλλες διαταραχές ( όπως κατάθλιψη, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας, κ.α.) αποτελεί μια επιπλέον ένδειξη του αρνητικού αντίκτυπου που έχει στη λειτουργικότητα και την ποιότητα ζωής των ασθενών, εφόσον αυτή επιβαρύνεται περαιτέρω.

Η Αποτελεσματικότητα της Συμπεριφορικής Παρέμβασης στην Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή

Η Συμπεριφορική Προσέγγιση αποτελεί μια εμπειρικά τεκμηριωμένη θεραπεία, όπως έχει φανεί από πληθώρα ερευνών, με απόλυτη ένδειξη στην ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Οι δύο βασικές τεχνικές, της έκθεσης και του εμποδισμού της απάντησης, στις οποίες βασίζεται, φαίνεται να ευθύνονται για το μέγεθος της επίδρασης στην έκβαση της θεραπείας της νόσου, καθώς ούτε η γνωσιακή θεραπεία ούτε η φαρμακοθεραπεία φαίνεται να έχουν συμβάλλει στην ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα της θεραπείας. Για το λόγο αυτό, οι οδηγίες του Εθνικού Ινστιτούτου Κλινικής Διάκρισης της Αγγλίας (National Institute of Clinical Excellence – NICE) για τη θεραπεία της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής, προτείνουν ένα διαβαθμισμένο πρόγραμμα συμπεριφορικής προσέγγισης, που διαμορφώνεται ανάλογα με τη βαρύτητα της νόσου και την ηλικία του πάσχοντα, με διαφορετικές οδηγίες για παιδιά και για νέους και διαφορετικές για ενήλικες ασθενείς. Μέσω των οδηγιών του, το συγκεκριμένο μοντέλο παρέμβασης δίνει έμφαση στη σημασία της καλύτερης αναγνώρισης των συμπτωμάτων της διαταραχής και στην ανάγκη για περαιτέρω ενημέρωση και εκπαίδευση των ειδικών (NICE, 2005).

Ωστόσο, είναι κρίσιμο να σημειωθεί ότι η θεραπεία με έκθεση και εμποδισμό απάντησης μπορεί να αλλάξει τις ψυχαναγκαστικές καταναγκαστικές συνήθειες και να μειώσει τα συμπτώματα του ασθενούς, αλλά παρόλα αυτά η συγκεκριμένη διαταραχή σπάνια εξαφανίζεται πλήρως από τη ζωή του πάσχοντος. Για το λόγο αυτό, είναι αξιοσημείωτο ότι ο πιο σημαντικός παράγοντας διατήρησης των κερδών της θεραπείας και πρόληψης της υποτροπής, είναι το να συνεχίσει το άτομο να εφαρμόζει τις τεχνικές που έμαθε κατά τη διάρκεια της θεραπείας και μετά τη λήξη αυτής, έτσι ώστε να είναι προετοιμασμένο κατάλληλα να αντιμετωπίσει τις ιδεοληψίες ή τις τελετουργίες αν αυτές επανέλθουν μελλοντικά (Kozak & Foa, 1997).

Τέλος, τα ευρήματα των ερευνών σχετικά με την αποτελεσματικότητα της συμπεριφορικής θεραπείας και της φαρμακοθεραπείας για την ποιότητα ζωής των πασχόντων, είτε σε συνδυασμό είτε ανεξάρτητες η καθεμία, φαίνεται να είναι ενθαρρυντικά και να συνιστούν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής αυτών (Diefenbach et al., 2007).